- Ἁλικαρνασσεύς
- Ἁλικαρνασσεύςfrom Halicarnassusmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς — (τέλη 1ου αι. π.Χ. – αρχές 1ου αι. μ.Χ.). Ιστορικός και κριτικός. Έζησε στη Ρώμη, σε έναν φιλολογικό κύκλο που υποστήριζε τον αττικισμό, δηλαδή την καθαρολογία και την τυπική σοβαρότητα του ύφους. Υπήρξε ηθικολόγος στην αξιολόγηση του… … Dictionary of Greek
Ἁλικαρνασσεῖς — Ἁλικαρνασσεύς from Halicarnassus masc/fem acc pl Ἁλικαρνασσεύς from Halicarnassus masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλικαρνασσέων — Ἁλικαρνασσεύς from Halicarnassus masc/fem gen pl Ἁλικαρνασσέω̆ν , Ἁλικαρνασσεύς from Halicarnassus masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλικαρνασσεῖ — Ἁλικαρνασσεύς from Halicarnassus masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλικαρνασσεῦ — Ἁλικαρνασσεύς from Halicarnassus masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλικαρνασσεῦσι — Ἁλικαρνασσεύς from Halicarnassus masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλικαρνασσεῦσιν — Ἁλικαρνασσεύς from Halicarnassus masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλικαρνασσέος — Ἁλικαρνασσεύς from Halicarnassus masc/fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλικαρνησεῦ — Ἁλικαρνασσεύς from Halicarnassus masc/fem voc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek